- άμπαρ
- ἄμπαρ, το κ. ἄμπαρις, η (Μ)αρωματική ουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. anbar «αρωματική ουσία». Ο τ. ἄμπαρις, αντί ἄμπαρ, είναι προϊόν μεταπλασμού τού ονόματος αναλογικά προς άλλα συνώνυμα ουσιαστικά (κάππαρις, βάκκαρις κ.ά.). Από το μσν. ἄμπαρις προήλθαν τα νεοελλ. η άμπαρη, το άμπαρι].
Dictionary of Greek. 2013.