άμπαρ

άμπαρ
ἄμπαρ, το κ. ἄμπαρις, η (Μ)
αρωματική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. anbar «αρωματική ουσία». Ο τ. ἄμπαρις, αντί ἄμπαρ, είναι προϊόν μεταπλασμού τού ονόματος αναλογικά προς άλλα συνώνυμα ουσιαστικά (κάππαρις, βάκκαρις κ.ά.). Από το μσν. ἄμπαρις προήλθαν τα νεοελλ. η άμπαρη, το άμπαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άμπαρη — η κ. άμπαρι, το το άμπαρ*, αρωματική ουσία …   Dictionary of Greek

  • Αμπούλ Αμπάς, Αμπντ Αλλάχ — (; 754). Πρώτος χαλίφης (750 54) της δυναστείας των Αββασιδών, που διαδέχτηκε τους Ομεϊάδες. Ήταν απόγονος του Αλ Αμπάλ, θείου του Μωάμεθ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η δυναστεία των Αββασιδών. Ο Α.Α. υποστήριξε την εξέγερση ενάντια στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”